- παρατρυγώ
- -άω, Α(ποιητ. τ.)1. τρυγώ, πριν από την ώρα, τρυγώ σταφύλια άγουρα, που δεν ωρίμασαν ακόμη2. τρυγώ κρυφά ξένα σταφύλια, κλέβω σταφύλια, ομφακίζομαι*3. μτφ. επιδίδομαι σε ανολοκλήρωτο έρωτα, ενεργώ μη ολοκληρωμένες ερωτικές επαφές.[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)-* + τρυγῶ «συλλέγω τους ώριμους καρπούς»].
Dictionary of Greek. 2013.